- ῥοπαλισμός
- ῥοπᾰλ-ισμός, ὁ,A priapism, Ar.Lys.553 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥοπαλισμός — priapism masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροπαλισμός — ὁ, Α [ῥοπαλίζω] η στύση τού πέους … Dictionary of Greek
ῥοπαλισμούς — ῥοπαλισμός priapism masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)